αξιομακάριστος
Greek
editAdjective
editαξιομακάριστος • (axiomakáristos) m (feminine αξιομακάριστη, neuter αξιομακάριστο)
Declension
editDeclension of αξιομακάριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιομακάριστος • | αξιομακάριστη • | αξιομακάριστο • | αξιομακάριστοι • | αξιομακάριστες • | αξιομακάριστα • |
genitive | αξιομακάριστου • | αξιομακάριστης • | αξιομακάριστου • | αξιομακάριστων • | αξιομακάριστων • | αξιομακάριστων • |
accusative | αξιομακάριστο • | αξιομακάριστη • | αξιομακάριστο • | αξιομακάριστους • | αξιομακάριστες • | αξιομακάριστα • |
vocative | αξιομακάριστε • | αξιομακάριστη • | αξιομακάριστο • | αξιομακάριστοι • | αξιομακάριστες • | αξιομακάριστα • |