απαγγελτικός
Greek edit
Adjective edit
απαγγελτικός • (apangeltikós) m (feminine απαγγελτική, neuter απαγγελτικό)
Declension edit
Declension of απαγγελτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαγγελτικός • | απαγγελτική • | απαγγελτικό • | απαγγελτικοί • | απαγγελτικές • | απαγγελτικά • |
genitive | απαγγελτικού • | απαγγελτικής • | απαγγελτικού • | απαγγελτικών • | απαγγελτικών • | απαγγελτικών • |
accusative | απαγγελτικό • | απαγγελτική • | απαγγελτικό • | απαγγελτικούς • | απαγγελτικές • | απαγγελτικά • |
vocative | απαγγελτικέ • | απαγγελτική • | απαγγελτικό • | απαγγελτικοί • | απαγγελτικές • | απαγγελτικά • |
Related terms edit
- see: απαγγελία f (apangelía, “recitation”)