απαιτητός
Greek
editAdjective
editαπαιτητός • (apaititós) m (feminine απαιτητή, neuter απαιτητό)
Declension
editDeclension of απαιτητός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαιτητός • | απαιτητή • | απαιτητό • | απαιτητοί • | απαιτητές • | απαιτητά • |
genitive | απαιτητού • | απαιτητής • | απαιτητού • | απαιτητών • | απαιτητών • | απαιτητών • |
accusative | απαιτητό • | απαιτητή • | απαιτητό • | απαιτητούς • | απαιτητές • | απαιτητά • |
vocative | απαιτητέ • | απαιτητή • | απαιτητό • | απαιτητοί • | απαιτητές • | απαιτητά • |
Related terms
edit- see: απαιτώ (apaitó, “to demand”)