απαραφύλακτος
Greek
editAlternative forms
edit- απαραφύλαχτος (aparafýlachtos)
Adjective
editαπαραφύλακτος • (aparafýlaktos) m (feminine απαραφύλακτη, neuter απαραφύλακτο)
Declension
editDeclension of απαραφύλακτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαραφύλακτος • | απαραφύλακτη • | απαραφύλακτο • | απαραφύλακτοι • | απαραφύλακτες • | απαραφύλακτα • |
genitive | απαραφύλακτου • | απαραφύλακτης • | απαραφύλακτου • | απαραφύλακτων • | απαραφύλακτων • | απαραφύλακτων • |
accusative | απαραφύλακτο • | απαραφύλακτη • | απαραφύλακτο • | απαραφύλακτους • | απαραφύλακτες • | απαραφύλακτα • |
vocative | απαραφύλακτε • | απαραφύλακτη • | απαραφύλακτο • | απαραφύλακτοι • | απαραφύλακτες • | απαραφύλακτα • |
Related terms
edit- see: προφύλαξη f (profýlaxi, “guard, protection”)