απεικαστικός
Greek
editAdjective
editαπεικαστικός • (apeikastikós) m (feminine απεικαστική, neuter απεικαστικό)
Declension
editDeclension of απεικαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεικαστικός • | απεικαστική • | απεικαστικό • | απεικαστικοί • | απεικαστικές • | απεικαστικά • |
genitive | απεικαστικού • | απεικαστικής • | απεικαστικού • | απεικαστικών • | απεικαστικών • | απεικαστικών • |
accusative | απεικαστικό • | απεικαστική • | απεικαστικό • | απεικαστικούς • | απεικαστικές • | απεικαστικά • |
vocative | απεικαστικέ • | απεικαστική • | απεικαστικό • | απεικαστικοί • | απεικαστικές • | απεικαστικά • |