απερίσπαστος
Greek
editAdjective
editαπερίσπαστος • (aperíspastos) m (feminine απερίσπαστη, neuter απερίσπαστο)
- not distracted, undistracted
Declension
editDeclension of απερίσπαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απερίσπαστος • | απερίσπαστη • | απερίσπαστο • | απερίσπαστοι • | απερίσπαστες • | απερίσπαστα • |
genitive | απερίσπαστου • | απερίσπαστης • | απερίσπαστου • | απερίσπαστων • | απερίσπαστων • | απερίσπαστων • |
accusative | απερίσπαστο • | απερίσπαστη • | απερίσπαστο • | απερίσπαστους • | απερίσπαστες • | απερίσπαστα • |
vocative | απερίσπαστε • | απερίσπαστη • | απερίσπαστο • | απερίσπαστοι • | απερίσπαστες • | απερίσπαστα • |
Related terms
edit- περισπώ (perispó, “I distract”)