απεργοσπαστικός
Greek
editAdjective
editαπεργοσπαστικός • (apergospastikós) m (feminine απεργοσπαστική, neuter απεργοσπαστικό)
- strike breaking
- Synonym: ανταπεργιακός (antapergiakós)
Declension
editDeclension of απεργοσπαστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απεργοσπαστικός • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικοί • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |
genitive | απεργοσπαστικού • | απεργοσπαστικής • | απεργοσπαστικού • | απεργοσπαστικών • | απεργοσπαστικών • | απεργοσπαστικών • |
accusative | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικούς • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |
vocative | απεργοσπαστικέ • | απεργοσπαστική • | απεργοσπαστικό • | απεργοσπαστικοί • | απεργοσπαστικές • | απεργοσπαστικά • |
Related terms
edit- απεργοσπαστικά (apergospastiká, “in a strike breaking manner”, adverb)
- and see: απεργώ (apergó, “to strike, to withdraw labour”)