απλή αρμονική ταλάντωση
Greek
editNoun
editαπλή αρμονική ταλάντωση • (aplí armonikí talántosi) f (plural απλής αρμονικής ταλάντωσης)
Coordinate terms
edit- αιώρηση f (aiórisi, “oscillation, suspension”)
Further reading
edit- απλή αρμονική ταλάντωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el