απλημμύριστος
Greek
editAdjective
editαπλημμύριστος • (aplimmýristos) m (feminine απλημμύριστη, neuter απλημμύριστ)
- unflooded, not inundated
- Antonym: πλημμυρισμένος (plimmyrisménos)
Declension
editDeclension of απλημμύριστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλημμύριστος • | απλημμύριστη • | απλημμύριστο • | απλημμύριστοι • | απλημμύριστες • | απλημμύριστα • |
genitive | απλημμύριστου • | απλημμύριστης • | απλημμύριστου • | απλημμύριστων • | απλημμύριστων • | απλημμύριστων • |
accusative | απλημμύριστο • | απλημμύριστη • | απλημμύριστο • | απλημμύριστους • | απλημμύριστες • | απλημμύριστα • |
vocative | απλημμύριστε • | απλημμύριστη • | απλημμύριστο • | απλημμύριστοι • | απλημμύριστες • | απλημμύριστα • |
Related terms
edit- see: πλημμύρα f (plimmýra, “flood”)