απλοελληνικός
Greek edit
Adjective edit
απλοελληνικός • (aploellinikós) m (feminine απλοελληνική, neuter απλοελληνικό)
- plain/demotic Greek
- Synonyms: δημοτικός (dimotikós), νεοελληνικός (neoellinikós)
Declension edit
Declension of απλοελληνικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλοελληνικός • | απλοελληνική • | απλοελληνικό • | απλοελληνικοί • | απλοελληνικές • | απλοελληνικά • |
genitive | απλοελληνικού • | απλοελληνικής • | απλοελληνικού • | απλοελληνικών • | απλοελληνικών • | απλοελληνικών • |
accusative | απλοελληνικό • | απλοελληνική • | απλοελληνικό • | απλοελληνικούς • | απλοελληνικές • | απλοελληνικά • |
vocative | απλοελληνικέ • | απλοελληνική • | απλοελληνικό • | απλοελληνικοί • | απλοελληνικές • | απλοελληνικά • |
Related terms edit
- απλοελληνικά (aploelliniká, “in plain Greek”, adverb)
- απλοελληνιστί (aploellinistí, “in plain Greek”, adverb)