απλοϊκότητα
Greek edit
Alternative forms edit
- απλοικότητα (aploikótita)
Noun edit
απλοϊκότητα • (aploïkótita) f (plural απλοϊκότητες)
Declension edit
declension of απλοϊκότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | απλοϊκότητα • | απλοϊκότητες • |
genitive | απλοϊκότητας • | απλοϊκοτήτων • |
accusative | απλοϊκότητα • | απλοϊκότητες • |
vocative | απλοϊκότητα • | απλοϊκότητες • |