αποβολιμαίος
Greek
editAdjective
editαποβολιμαίος • (apovolimaíos) m (feminine αποβολιμαία, neuter αποβολιμαίο)
Declension
editDeclension of αποβολιμαίος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποβολιμαίος • | αποβολιμαία • | αποβολιμαίο • | αποβολιμαίοι • | αποβολιμαίες • | αποβολιμαία • |
genitive | αποβολιμαίου • | αποβολιμαίας • | αποβολιμαίου • | αποβολιμαίων • | αποβολιμαίων • | αποβολιμαίων • |
accusative | αποβολιμαίο • | αποβολιμαία • | αποβολιμαίο • | αποβολιμαίους • | αποβολιμαίες • | αποβολιμαία • |
vocative | αποβολιμαίε • | αποβολιμαία • | αποβολιμαίο • | αποβολιμαίοι • | αποβολιμαίες • | αποβολιμαία • |
Related terms
edit- αποβολή f (apovolí, “abortion, explulsion”)