αποδημητικός
Greek
editAdjective
editαποδημητικός • (apodimitikós) m (feminine αποδημητική, neuter αποδημητικό)
Declension
editDeclension of αποδημητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποδημητικος • | αποδημητικη • | αποδημητικο • | αποδημητικοι • | αποδημητικες • | αποδημητικα • |
genitive | αποδημητικου • | αποδημητικης • | αποδημητικου • | αποδημητικων • | αποδημητικων • | αποδημητικων • |
accusative | αποδημητικο • | αποδημητικη • | αποδημητικο • | αποδημητικους • | αποδημητικες • | αποδημητικα • |
vocative | αποδημητικε • | αποδημητικη • | αποδημητικο • | αποδημητικοι • | αποδημητικες • | αποδημητικα • |
Related terms
edit- see: αποδημία f (apodimía, “emigration”)