αποδιοπομπαίος τράγος

Greek

edit

Noun

edit

αποδιοπομπαίος τράγος (apodiopompaíos trágosm (plural αποδιοπομπαίοι τράγοι)

  1. scapegoat

Declension

edit
see: αποδιοπομπαίος (apodiopompaíos) and τράγος (trágos)