αποθηκόγραφο
Greek
editNoun
editαποθηκόγραφο • (apothikógrafo) n (plural αποθηκόγραφα)
Declension
editDeclension of αποθηκόγραφο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποθηκόγραφο • | αποθηκόγραφα • |
genitive | αποθηκογράφου •, αποθηκόγραφου • | αποθηκογράφων • |
accusative | αποθηκόγραφο • | αποθηκόγραφα • |
vocative | αποθηκόγραφο • | αποθηκόγραφα • |
Related terms
edit- see: απόθεση f (apóthesi, “setting down, depositing”)