αποικιοκράτης
Greek edit
Noun edit
αποικιοκράτης • (apoikiokrátis) m (plural αποικιοκράτες, feminine αποικιοκράτισσα)
Declension edit
declension of αποικιοκράτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποικιοκράτης • | αποικιοκράτες • |
genitive | αποικιοκράτη • | αποικιοκρατών • |
accusative | αποικιοκράτη • | αποικιοκράτες • |
vocative | αποικιοκράτη • | αποικιοκράτες • |
Related terms edit
- see: αποικώ (apoikó, “I emigrate, I colonise”)