αποναρκοθέτηση
Greek
editNoun
editαποναρκοθέτηση • (aponarkothétisi) f (plural αποναρκοθετήσεις)
Declension
editDeclension of αποναρκοθέτηση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
genitive | αποναρκοθέτησης • | αποναρκοθετήσεων • | |
accusative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
vocative | αποναρκοθέτηση • | αποναρκοθετήσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποναρκοθετήσεως • |