αποστειρωτήρας
Greek edit
Noun edit
αποστειρωτήρας • (aposteirotíras) m (plural αποστειρωτήρες)
- steriliser (UK), sterilizer (US), pasteuriser (UK), pasteurizer (US)
Declension edit
declension of αποστειρωτήρας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποστειρωτήρας • | αποστειρωτήρες • |
genitive | αποστειρωτήρα • | αποστειρωτήρων • |
accusative | αποστειρωτήρα • | αποστειρωτήρες • |
vocative | αποστειρωτήρα • | αποστειρωτήρες • |
Related terms edit
- see: αποστειρώνω (aposteiróno, “to sterilise”)
Further reading edit
- αποστειρωτήρας - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.