αποστραγγιστήρας
Greek edit
Noun edit
αποστραγγιστήρας • (apostrangistíras) m (plural αποστραγγιστήρες)
Declension edit
declension of αποστραγγιστήρας
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποστραγγιστήρας • | αποστραγγιστήρες • |
genitive | αποστραγγιστήρα • | αποστραγγιστήρων • |
accusative | αποστραγγιστήρα • | αποστραγγιστήρες • |
vocative | αποστραγγιστήρα • | αποστραγγιστήρες • |
Related terms edit
- see: αποστραγγίζω (apostrangízo, “to drain”)
Further reading edit
- αποστραγγιστήρας - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.