αποτυφλωτικός
Greek edit
Adjective edit
αποτυφλωτικός • (apotyflotikós) m (feminine αποτυφλωτική, neuter αποτυφλωτικό)
Declension edit
Declension of αποτυφλωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποτυφλωτικός • | αποτυφλωτική • | αποτυφλωτικό • | αποτυφλωτικοί • | αποτυφλωτικές • | αποτυφλωτικά • |
genitive | αποτυφλωτικού • | αποτυφλωτικής • | αποτυφλωτικού • | αποτυφλωτικών • | αποτυφλωτικών • | αποτυφλωτικών • |
accusative | αποτυφλωτικό • | αποτυφλωτική • | αποτυφλωτικό • | αποτυφλωτικούς • | αποτυφλωτικές • | αποτυφλωτικά • |
vocative | αποτυφλωτικέ • | αποτυφλωτική • | αποτυφλωτικό • | αποτυφλωτικοί • | αποτυφλωτικές • | αποτυφλωτικά • |
Related terms edit
- see: αποτυφλώνω (apotyflóno, “I blind completely”)
Further reading edit
- Οπτική διαταραχή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el