αποχαρακτηρισμός
Greek edit
Noun edit
αποχαρακτηρισμός • (apocharaktirismós) m (plural αποχαρακτηρισμοί)
Declension edit
declension of αποχαρακτηρισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αποχαρακτηρισμός • | αποχαρακτηρισμοί • |
genitive | αποχαρακτηρισμού • | αποχαρακτηρισμών • |
accusative | αποχαρακτηρισμό • | αποχαρακτηρισμούς • |
vocative | αποχαρακτηρισμέ • | αποχαρακτηρισμοί • |
Related terms edit
- αποχαρακτηρίζω (apocharaktirízo, “to declassify”)