αποχαυνωτικός
Greek edit
Adjective edit
αποχαυνωτικός • (apochavnotikós) m (feminine αποχαυνωτική, neuter αποχαυνωτικό)
Declension edit
Declension of αποχαυνωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποχαυνωτικός • | αποχαυνωτική • | αποχαυνωτικό • | αποχαυνωτικοί • | αποχαυνωτικές • | αποχαυνωτικά • |
genitive | αποχαυνωτικού • | αποχαυνωτικής • | αποχαυνωτικού • | αποχαυνωτικών • | αποχαυνωτικών • | αποχαυνωτικών • |
accusative | αποχαυνωτικό • | αποχαυνωτική • | αποχαυνωτικό • | αποχαυνωτικούς • | αποχαυνωτικές • | αποχαυνωτικά • |
vocative | αποχαυνωτικέ • | αποχαυνωτική • | αποχαυνωτικό • | αποχαυνωτικοί • | αποχαυνωτικές • | αποχαυνωτικά • |
Related terms edit
- see: αποχαυνώνω (apochavnóno, “to enervate, to debilitate”)
Further reading edit
- αποχαυνωτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.