αποψιλωτικός
Greek edit
Adjective edit
αποψιλωτικός • (apopsilotikós) m (feminine αποψιλωτική, neuter αποψιλωτικό)
Declension edit
Declension of αποψιλωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποψιλωτικός • | αποψιλωτική • | αποψιλωτικό • | αποψιλωτικοί • | αποψιλωτικές • | αποψιλωτικά • |
genitive | αποψιλωτικού • | αποψιλωτικής • | αποψιλωτικού • | αποψιλωτικών • | αποψιλωτικών • | αποψιλωτικών • |
accusative | αποψιλωτικό • | αποψιλωτική • | αποψιλωτικό • | αποψιλωτικούς • | αποψιλωτικές • | αποψιλωτικά • |
vocative | αποψιλωτικέ • | αποψιλωτική • | αποψιλωτικό • | αποψιλωτικοί • | αποψιλωτικές • | αποψιλωτικά • |
Related terms edit
- see: αποψιλώνω (apopsilóno, “to deforest”)