απροσηλύτιστος
Greek
editAdjective
editαπροσηλύτιστος • (aprosilýtistos) m (feminine απροσηλύτιστη, neuter απροσηλύτιστο)
- (religion) unconverted, unproselytised (UK), unproselytized (US)
- Antonym: προσηλυτισμένος (prosilytisménos)
Declension
editDeclension of απροσηλύτιστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απροσηλύτιστος • | απροσηλύτιστη • | απροσηλύτιστο • | απροσηλύτιστοι • | απροσηλύτιστες • | απροσηλύτιστα • |
genitive | απροσηλύτιστου • | απροσηλύτιστης • | απροσηλύτιστου • | απροσηλύτιστων • | απροσηλύτιστων • | απροσηλύτιστων • |
accusative | απροσηλύτιστο • | απροσηλύτιστη • | απροσηλύτιστο • | απροσηλύτιστους • | απροσηλύτιστες • | απροσηλύτιστα • |
vocative | απροσηλύτιστε • | απροσηλύτιστη • | απροσηλύτιστο • | απροσηλύτιστοι • | απροσηλύτιστες • | απροσηλύτιστα • |
Related terms
edit- προσηλυτίζω (prosilytízo, “to convert”)
Further reading
edit- “απροσηλύτιστος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998