απωανατολικός
Greek
editAdjective
editαπωανατολικός • (apoanatolikós) m (feminine απωανατολική, neuter απωανατολικό)
- Far Eastern, from the Far East
Declension
editDeclension of απωανατολικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απωανατολικός • | απωανατολική • | απωανατολικό • | απωανατολικοί • | απωανατολικές • | απωανατολικά • |
genitive | απωανατολικού • | απωανατολικής • | απωανατολικού • | απωανατολικών • | απωανατολικών • | απωανατολικών • |
accusative | απωανατολικό • | απωανατολική • | απωανατολικό • | απωανατολικούς • | απωανατολικές • | απωανατολικά • |
vocative | απωανατολικέ • | απωανατολική • | απωανατολικό • | απωανατολικοί • | απωανατολικές • | απωανατολικά • |
Related terms
edit- see: Άπω Ανατολή f (Ápo Anatolí, “Far East”)