αργυροποίκιλτος
Greek
editAdjective
editαργυροποίκιλτος • (argyropoíkiltos) m (feminine αργυροποίκιλτη, neuter αργυροποίκιλτο)
Declension
editDeclension of αργυροποίκιλτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργυροποίκιλτος • | αργυροποίκιλτη • | αργυροποίκιλτο • | αργυροποίκιλτοι • | αργυροποίκιλτες • | αργυροποίκιλτα • |
genitive | αργυροποίκιλτου • | αργυροποίκιλτης • | αργυροποίκιλτου • | αργυροποίκιλτων • | αργυροποίκιλτων • | αργυροποίκιλτων • |
accusative | αργυροποίκιλτο • | αργυροποίκιλτη • | αργυροποίκιλτο • | αργυροποίκιλτους • | αργυροποίκιλτες • | αργυροποίκιλτα • |
vocative | αργυροποίκιλτε • | αργυροποίκιλτη • | αργυροποίκιλτο • | αργυροποίκιλτοι • | αργυροποίκιλτες • | αργυροποίκιλτα • |
Related terms
edit- see: άργυρος m (árgyros, “silver”)