αριστοκρατικότητα
Greek edit
Noun edit
αριστοκρατικότητα • (aristokratikótita) f (plural αριστοκρατικότητες)
Declension edit
declension of αριστοκρατικότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αριστοκρατικότητα • | αριστοκρατικότητες • |
genitive | αριστοκρατικότητας • | αριστοκρατικοτήτων • |
accusative | αριστοκρατικότητα • | αριστοκρατικότητες • |
vocative | αριστοκρατικότητα • | αριστοκρατικότητες • |
Related terms edit
- see: αριστοκράτης m (aristokrátis, “aristocrat”)
Further reading edit
- αριστοκρατικότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.