αριστοφανικός
Greek
editAdjective
editαριστοφανικός • (aristofanikós) m (feminine αριστοφάνεια, neuter αριστοφάνειο)
Declension
editDeclension of αριστοφανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αριστοφανικός • | αριστοφανική • | αριστοφανικό • | αριστοφανικοί • | αριστοφανικές • | αριστοφανικά • |
genitive | αριστοφανικού • | αριστοφανικής • | αριστοφανικού • | αριστοφανικών • | αριστοφανικών • | αριστοφανικών • |
accusative | αριστοφανικό • | αριστοφανική • | αριστοφανικό • | αριστοφανικούς • | αριστοφανικές • | αριστοφανικά • |
vocative | αριστοφανικέ • | αριστοφανική • | αριστοφανικό • | αριστοφανικοί • | αριστοφανικές • | αριστοφανικά • |
Related terms
edit- see: Αριστοφάνης m (Aristofánis, “Aristophanes”)
Further reading
edit- “αριστοφανικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998