αρχινοσοκόμος
Greek
editNoun
editαρχινοσοκόμος • (archinosokómos) m (plural αρχινοσοκόμοι, feminine αρχινοσοκόμα)
Declension
editDeclension of αρχινοσοκόμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχινοσοκόμος • | αρχινοσοκόμοι • |
genitive | αρχινοσοκόμου • | αρχινοσοκόμων • |
accusative | αρχινοσοκόμο • | αρχινοσοκόμους • |
vocative | αρχινοσοκόμε • | αρχινοσοκόμοι • |