αρχισυντάχτης
Greek
editNoun
editαρχισυντάχτης • (archisyntáchtis) m (plural αρχισυντάχτες, feminine αρχισυντάχτρια)
- Uncommon spelling of αρχισυντάκτης (archisyntáktis).
Declension
editDeclension of αρχισυντάχτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρχισυντάχτης • | αρχισυντάχτες • |
genitive | αρχισυντάχτη • | αρχισυνταχτών • |
accusative | αρχισυντάχτη • | αρχισυντάχτες • |
vocative | αρχισυντάχτη • | αρχισυντάχτες • |