ασάλευτος
Greek edit
Adjective edit
ασάλευτος • (asáleftos) m (feminine ασάλευτη, neuter ασάλευτο)
Declension edit
Declension of ασάλευτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασάλευτος • | ασάλευτη • | ασάλευτο • | ασάλευτοι • | ασάλευτες • | ασάλευτα • |
genitive | ασάλευτου • | ασάλευτης • | ασάλευτου • | ασάλευτων • | ασάλευτων • | ασάλευτων • |
accusative | ασάλευτο • | ασάλευτη • | ασάλευτο • | ασάλευτους • | ασάλευτες • | ασάλευτα • |
vocative | ασάλευτε • | ασάλευτη • | ασάλευτο • | ασάλευτοι • | ασάλευτες • | ασάλευτα • |
Further reading edit
- ασάλευτος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.