ασκοτείνιαστος
Greek edit
Adjective edit
ασκοτείνιαστος • (askoteíniastos) m (feminine ασκοτείνιαστη, neuter ασκοτείνιαστο)
- undarkened, not dark
- Antonym: σκοτεινιασμένος (skoteiniasménos)
Declension edit
Declension of ασκοτείνιαστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασκοτείνιαστος • | ασκοτείνιαστη • | ασκοτείνιαστο • | ασκοτείνιαστοι • | ασκοτείνιαστες • | ασκοτείνιαστα • |
genitive | ασκοτείνιαστου • | ασκοτείνιαστης • | ασκοτείνιαστου • | ασκοτείνιαστων • | ασκοτείνιαστων • | ασκοτείνιαστων • |
accusative | ασκοτείνιαστο • | ασκοτείνιαστη • | ασκοτείνιαστο • | ασκοτείνιαστους • | ασκοτείνιαστες • | ασκοτείνιαστα • |
vocative | ασκοτείνιαστε • | ασκοτείνιαστη • | ασκοτείνιαστο • | ασκοτείνιαστοι • | ασκοτείνιαστες • | ασκοτείνιαστα • |
Related terms edit
- see: σκοτεινός (skoteinós, “dark, mysterious”, adjective)
Further reading edit
- ασκοτείνιαστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.