ασπιδοφόρος
Greek edit
Adjective edit
ασπιδοφόρος • (aspidofóros) m (feminine ασπιδοφόρος or ασπιδοφόρη, neuter ασπιδοφόρο)
Declension edit
Declension of ασπιδοφόρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασπιδοφόρος • | ασπιδοφόρα • | ασπιδοφόρο • | ασπιδοφόροι • | ασπιδοφόρες • | ασπιδοφόρα • |
genitive | ασπιδοφόρου • | ασπιδοφόρας • | ασπιδοφόρου • | ασπιδοφόρων • | ασπιδοφόρων • | ασπιδοφόρων • |
accusative | ασπιδοφόρο • | ασπιδοφόρα • | ασπιδοφόρο • | ασπιδοφόρους • | ασπιδοφόρες • | ασπιδοφόρα • |
vocative | ασπιδοφόρε • | ασπιδοφόρα • | ασπιδοφόρο • | ασπιδοφόροι • | ασπιδοφόρες • | ασπιδοφόρα • |
Related terms edit
- see: ασπίδα f (aspída, “shield”)
Further reading edit
- ασπιδοφόρος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.