ασπροφορεμένος
Greek
editAdjective
editασπροφορεμένος • (asproforeménos) m (feminine ασπροφορεμένη, neuter ασπροφορεμένο)
Declension
editDeclension of ασπροφορεμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασπροφορεμένος • | ασπροφορεμένη • | ασπροφορεμένο • | ασπροφορεμένοι • | ασπροφορεμένες • | ασπροφορεμένα • |
genitive | ασπροφορεμένου • | ασπροφορεμένης • | ασπροφορεμένου • | ασπροφορεμένων • | ασπροφορεμένων • | ασπροφορεμένων • |
accusative | ασπροφορεμένο • | ασπροφορεμένη • | ασπροφορεμένο • | ασπροφορεμένους • | ασπροφορεμένες • | ασπροφορεμένα • |
vocative | ασπροφορεμένε • | ασπροφορεμένη • | ασπροφορεμένο • | ασπροφορεμένοι • | ασπροφορεμένες • | ασπροφορεμένα • |
Related terms
edit- see: άσπρο n (áspro, “white”)
Further reading
edit- ασπροφορεμένος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language