ασσυριακός
Greek edit
Adjective edit
ασσυριακός • (assyriakós) m (feminine ασσυριακή, neuter ασσυριακό)
Declension edit
Declension of ασσυριακός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασσυριακός • | ασσυριακή • | ασσυριακό • | ασσυριακοί • | ασσυριακές • | ασσυριακά • |
genitive | ασσυριακού • | ασσυριακής • | ασσυριακού • | ασσυριακών • | ασσυριακών • | ασσυριακών • |
accusative | ασσυριακό • | ασσυριακή • | ασσυριακό • | ασσυριακούς • | ασσυριακές • | ασσυριακά • |
vocative | ασσυριακέ • | ασσυριακή • | ασσυριακό • | ασσυριακοί • | ασσυριακές • | ασσυριακά • |
Related terms edit
- see: Ασσυρία f (Assyría, “Assyria”)
Further reading edit
- ασσυριακός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.