αστίλβωτος
Greek
editAdjective
editαστίλβωτος • (astílvotos) m (feminine αστίλβωτη, neuter αστίλβωτο)
- unpolished, unvarnished
- Synonym: αγυάλιστος (agyálistos)
Declension
editDeclension of αστίλβωτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστίλβωτος • | αστίλβωτη • | αστίλβωτο • | αστίλβωτοι • | αστίλβωτες • | αστίλβωτα • |
genitive | αστίλβωτου • | αστίλβωτης • | αστίλβωτου • | αστίλβωτων • | αστίλβωτων • | αστίλβωτων • |
accusative | αστίλβωτο • | αστίλβωτη • | αστίλβωτο • | αστίλβωτους • | αστίλβωτες • | αστίλβωτα • |
vocative | αστίλβωτε • | αστίλβωτη • | αστίλβωτο • | αστίλβωτοι • | αστίλβωτες • | αστίλβωτα • |
Related terms
edit- see: στιλβώνω (stilvóno, “to polish”)
Further reading
edit- “αστίλβωτος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998