αστροναυτικός
Greek edit
Adjective edit
αστροναυτικός • (astronaftikós) m (feminine αστροναυτική, neuter αστροναυτικό)
Declension edit
Declension of αστροναυτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστροναυτικός • | αστροναυτική • | αστροναυτικό • | αστροναυτικοί • | αστροναυτικές • | αστροναυτικά • |
genitive | αστροναυτικού • | αστροναυτικής • | αστροναυτικού • | αστροναυτικών • | αστροναυτικών • | αστροναυτικών • |
accusative | αστροναυτικό • | αστροναυτική • | αστροναυτικό • | αστροναυτικούς • | αστροναυτικές • | αστροναυτικά • |
vocative | αστροναυτικέ • | αστροναυτική • | αστροναυτικό • | αστροναυτικοί • | αστροναυτικές • | αστροναυτικά • |
Related terms edit
- see: αστροναύτης m (astronáftis, “astronaut”)
Further reading edit
- αστροναυτικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.