αστρόσπαρτος
Greek
editAdjective
editαστρόσπαρτος • (astróspartos) m (feminine αστρόσπαρτη, neuter αστρόσπαρτο)
Declension
editDeclension of αστρόσπαρτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αστρόσπαρτος • | αστρόσπαρτη • | αστρόσπαρτο • | αστρόσπαρτοι • | αστρόσπαρτες • | αστρόσπαρτα • |
genitive | αστρόσπαρτου • | αστρόσπαρτης • | αστρόσπαρτου • | αστρόσπαρτων • | αστρόσπαρτων • | αστρόσπαρτων • |
accusative | αστρόσπαρτο • | αστρόσπαρτη • | αστρόσπαρτο • | αστρόσπαρτους • | αστρόσπαρτες • | αστρόσπαρτα • |
vocative | αστρόσπαρτε • | αστρόσπαρτη • | αστρόσπαρτο • | αστρόσπαρτοι • | αστρόσπαρτες • | αστρόσπαρτα • |
Related terms
edit- see: αστέρας m (astéras, “star”)
Further reading
edit- “αστρόσπαρτος”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998