ασφυξιογόνος
Greek
editAdjective
editασφυξιογόνος • (asfyxiogónos) m (feminine ασφυξιογόνη, neuter ασφυξιογόνο)
- asphyxiating
- Antonym: αντιασφυξιογόνος (antiasfyxiogónos)
Declension
editDeclension of ασφυξιογόνος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ασφυξιογόνος • | ασφυξιογόνος • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνοι • | ασφυξιογόνοι • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |
genitive | ασφυξιογόνου • | ασφυξιογόνου • / ασφυξιογόνας • | ασφυξιογόνου • | ασφυξιογόνων • | ασφυξιογόνων • | ασφυξιογόνων • |
accusative | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνο • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνους • | ασφυξιογόνους • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |
vocative | ασφυξιογόνε • | ασφυξιογόνε • / ασφυξιογόνα • | ασφυξιογόνο • | ασφυξιογόνοι • | ασφυξιογόνοι • / ασφυξιογόνες • | ασφυξιογόνα • |