ατυράννητος
Greek
editAdjective
editατυράννητος • (atyránnitos) m (feminine ατυράννητη, neuter ατυράννητο)
- Alternative form of ατυράννιστος (atyránnistos)
Declension
editDeclension of ατυράννητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ατυράννητος • | ατυράννητη • | ατυράννητο • | ατυράννητοι • | ατυράννητες • | ατυράννητα • |
genitive | ατυράννητου • | ατυράννητης • | ατυράννητου • | ατυράννητων • | ατυράννητων • | ατυράννητων • |
accusative | ατυράννητο • | ατυράννητη • | ατυράννητο • | ατυράννητους • | ατυράννητες • | ατυράννητα • |
vocative | ατυράννητε • | ατυράννητη • | ατυράννητο • | ατυράννητοι • | ατυράννητες • | ατυράννητα • |