αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας

Greek

edit

Noun

edit

αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας (aftokinitódromos ypertacheías kykloforíasm

  1. freeway
  2. motorway (without tolls)