αυτοκρατόρισσα
Greek edit
Noun edit
αυτοκρατόρισσα • (aftokratórissa) f (plural αυτοκρατόρισσες, masculine αυτοκράτορας)
Declension edit
declension of αυτοκρατόρισσα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
genitive | αυτοκρατόρισσας • | αυτοκρατορισσών • |
accusative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
vocative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
Synonyms edit
- αυτοκράτειρα f (aftokráteira)