αφγανικός
Greek edit
Pronunciation edit
Audio (file)
Adjective edit
αφγανικός • (afganikós) m (feminine αφγανική, neuter αφγανικό)
Declension edit
Declension of αφγανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφγανικός • | αφγανική • | αφγανικό • | αφγανικοί • | αφγανικές • | αφγανικά • |
genitive | αφγανικού • | αφγανικής • | αφγανικού • | αφγανικών • | αφγανικών • | αφγανικών • |
accusative | αφγανικό • | αφγανική • | αφγανικό • | αφγανικούς • | αφγανικές • | αφγανικά • |
vocative | αφγανικέ • | αφγανική • | αφγανικό • | αφγανικοί • | αφγανικές • | αφγανικά • |
Related terms edit
- see: Αφγανιστάν n (Afganistán, “Afghanistan”)