βατραχοπέδιλο
Greek edit
Noun edit
βατραχοπέδιλο • (vatrachopédilo) n (plural βατραχοπέδιλα)
Declension edit
declension of βατραχοπέδιλο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |
genitive | βατραχοπέδιλου • | βατραχοπέδιλων • |
accusative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |
vocative | βατραχοπέδιλο • | βατραχοπέδιλα • |