βατραχοφάγος
Greek edit
Etymology edit
βάτραχος (vátrachos, “frog”) + -φάγος (-fágos, “eater”)
Adjective edit
βατραχοφάγος • (vatrachofágos) m (feminine βατραχοφάγος, neuter βατραχοφάγο)
Declension edit
Declension of βατραχοφάγος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βατραχοφάγος • | βατραχοφάγος • | βατραχοφάγο • | βατραχοφάγοι • | βατραχοφάγοι • | βατραχοφάγα • |
genitive | βατραχοφάγου • | βατραχοφάγου • | βατραχοφάγου • | βατραχοφάγων • | βατραχοφάγων • | βατραχοφάγων • |
accusative | βατραχοφάγο • | βατραχοφάγο • | βατραχοφάγο • | βατραχοφάγους • | βατραχοφάγους • | βατραχοφάγα • |
vocative | βατραχοφάγε • | βατραχοφάγε • | βατραχοφάγο • | βατραχοφάγοι • | βατραχοφάγοι • | βατραχοφάγα • |
Further reading edit
- Βάτραχος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el