γαλανομάτης
Greek edit
Etymology edit
γαλανός (galanós, “blue”) + μάτι (máti, “eye”)
Adjective edit
γαλανομάτης • (galanomátis) m (feminine γαλανομάτα, neuter γαλανομάτικο)
Declension edit
Declension of γαλανομάτης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλανομάτης • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
genitive | γαλανομάτη • | γαλανομάτας • | γαλανομάτικου • | γαλανομάτηδων • | — | γαλανομάτικων • |
accusative | γαλανομάτη • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
vocative | γαλανομάτη • | γαλανομάτα • | γαλανομάτικο • | γαλανομάτηδες • | γαλανομάτες • | γαλανομάτικα • |
Noun edit
γαλανομάτης • (galanomátis) m (plural γαλανομάτηδες, feminine γαλανομάτισσα)
Declension edit
declension of γαλανομάτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | γαλανομάτης • | γαλανομάτηδες • |
genitive | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδων • |
accusative | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδες • |
vocative | γαλανομάτη • | γαλανομάτηδες • |