γραμμοκωδικός
Greek edit
Noun edit
γραμμοκωδικός • (grammokodikós) m (plural γραμμοκωδικοί)
Declension edit
declension of γραμμοκωδικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | γραμμοκωδικός • | γραμμοκωδικοί • |
genitive | γραμμοκωδικού • | γραμμοκωδικών • |
accusative | γραμμοκωδικό • | γραμμοκωδικούς • |
vocative | γραμμοκωδικέ • | γραμμοκωδικοί • |