διαπιστευτήριο
Greek
editNoun
editδιαπιστευτήριο • (diapisteftírio) n (plural διαπιστευτήρια) (usually in the plural)
- credential (document of authority)
Declension
editDeclension of διαπιστευτήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαπιστευτήριο • | διαπιστευτήρια • |
genitive | διαπιστευτηρίου •, διαπιστευτήριου • | διαπιστευτηρίων • |
accusative | διαπιστευτήριο • | διαπιστευτήρια • |
vocative | διαπιστευτήριο • | διαπιστευτήρια • |