δοκιμαστικός σωλήνας
Greek
editNoun
editδοκιμαστικός σωλήνας • (dokimastikós solínas) m (plural δοκιμαστικοί σωλήνες)
Declension
editDeclension of δοκιμαστικός σωλήνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοκιμαστικός σωλήνας • | δοκιμαστικοί σωλήνες • |
genitive | δοκιμαστικού σωλήνα • | δοκιμαστικών σωλήνων • |
accusative | δοκιμαστικό σωλήνα • | δοκιμαστικούς σωλήνες • |
vocative | δοκιμαστικέ σωλήνα • | δοκιμαστικοί σωλήνες • |