δυσπροσάρμοστος
Greek
editAdjective
editδυσπροσάρμοστος • (dysprosármostos) m (feminine δυσπροσάρμοστη, neuter δυσπροσάρμοστο)
Declension
editDeclension of δυσπροσάρμοστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δυσπροσάρμοστος • | δυσπροσάρμοστη • | δυσπροσάρμοστο • | δυσπροσάρμοστοι • | δυσπροσάρμοστες • | δυσπροσάρμοστα • |
genitive | δυσπροσάρμοστου • | δυσπροσάρμοστης • | δυσπροσάρμοστου • | δυσπροσάρμοστων • | δυσπροσάρμοστων • | δυσπροσάρμοστων • |
accusative | δυσπροσάρμοστο • | δυσπροσάρμοστη • | δυσπροσάρμοστο • | δυσπροσάρμοστους • | δυσπροσάρμοστες • | δυσπροσάρμοστα • |
vocative | δυσπροσάρμοστε • | δυσπροσάρμοστη • | δυσπροσάρμοστο • | δυσπροσάρμοστοι • | δυσπροσάρμοστες • | δυσπροσάρμοστα • |
Related terms
edit- see: προσαρμόζω (prosarmózo, “to adapt or adjust”)